Σάμιουελ Μπέκετ
Περιμένοντας τον Γκοντό
Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Από τις 15 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Πόρτα
Οδηγίες για την παρακολούθηση του Περιμένοντας τον Γκοντό:
1. Να έχετε ανοιχτόμυαλη προσέγγιση. Αποδεχτείτε την αβεβαιότητα.
2. Προετοιμαστείτε για μια εμπειρία περισυλλογής: Κατά την παρακολούθηση, θα ήταν καλό να αναλογιστείτε πώς αυτά τα θέματα σχετίζονται με την ανθρώπινη εμπειρία γενικότερα, αλλά και προσωπικά.
3. Δώστε προσοχή στους διαλόγους και τις παύσεις. Έχουν εξίσου μεγάλη σημασία και συμβάλλουν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας.
4. Απολαύστε το κωμικό στοιχείο. Η αίσθηση του χιούμορ είναι συχνά λεπτή και παράλογη, αλλά σημαντική για την κατανόηση του έργου.
5. Μην προσπαθήσετε να αναλύσετε τα πάντα. Αφήστε το έργο να σας αγγίξει.
6. Συζητήστε το έργο μετά την παράσταση.
Η τεχνητή νοημοσύνη, που έχει δώσει την παραπάνω απάντηση στο πώς πρέπει να παρακολουθήσει κανείς το Περιμένοντας τον Γκοντό, μοιάζει να γνωρίζει καλά το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Για τους περισσότερους το έργο δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, πρόκειται ένα από τα σπουδαιότερα και επιδραστικότερα κείμενα του 20ου αιώνα, το οποίο συνεχίζει να απασχολεί τους δημιουργούς μέχρι σήμερα. Παράλληλα όμως, είναι ανοιχτό σε όλους τους νέους θεατές, κάθε ηλικίας, καθώς παραμένει επίκαιρο όχι μόνο για τη φιλοσοφική του βαρύτητα, αλλά και για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνδυάζει την τραγικότητα με το χιούμορ, όντας ταυτόχρονα βαθύ και διασκεδαστικό. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, μαζί με μία εξαιρετική ομάδα συνεργατών, παρουσιάζει το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, από τις 15 Νοεμβρίου στο Θέατρο Πόρτα, προσκαλώντας το κοινό σε μία ερμηνευτική προσέγγιση που αναδεικνύει το τραγικωμικό του σύμπαν και ταυτόχρονα επιχειρεί μία ανάγνωση ακριβείας που ακουμπά όσο ποτέ στις μέρες μας.
Ιδιαίτερο στοιχείο στην παράσταση αποτελεί η διανομή, όπου συναντάμε κατ’ αποκλειστικότητα νέοι σε ηλικία ερμηνευτές, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ανατίθενται οι ρόλοι σε μεγαλύτερους σε ηλικία ηθοποιούς. Έτσι, η παράσταση καταθέτει ένα σχόλιο για τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, που στην εποχή μας βρίσκει τον εαυτό της καθηλωμένο από τις καταστάσεις, πριν καν ξεκινήσει την πορεία της. Επί σκηνής θα βρίσκονται οι: Πάνος Παπαδόπουλος, Τάσος Ροδοβίτης, Γιάννης Σαμψαλάκης, Γιάννης Βαρβαρέσσος και Πέτρος Δημοτάκης.
Το Θέατρο Πόρτα την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, προτείνει ένα ρεπερτόριο με σύγχρονα άπαιχτα ή ελάχιστα παιγμένα στην Ελλάδα έργα, όμως αυτή τη φορά, παρουσιάζει ένα από τα «ιερά κείμενα» του σύγχρονου θεάτρου. Κι αυτό γιατί ο Γκοντό αποτελεί σταθερά μία από τις μεγαλύτερες ερμηνευτικές θεατρικές προκλήσεις: Το έργο ως κείμενο προς παράστασιν, συνοδεύεται ρητές σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα, που δεν επιτρέπουν σκηνοθετικές και άλλες ερμηνευτικές «ελευθερίες». Κι όμως, μέσα από τους περιορισμούς του Μπέκετ, ο δημιουργός ανακαλύπτει ένα σύμπαν άπειρων δυνατοτήτων. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό στοίχημα, το πώς μπορεί να βρει κανείς την ελευθερία, μέσα από μία τόσο αυστηρή φόρμα.
Ο Μοσχόπουλος συνεργάζεται με τον Κορνήλιο Σελαμσή, που έχει αναλάβει μια πρωτότυπη διερεύνηση του προσωδιακού χαρακτήρα του μπεκετικού κειμένου. Μαζί εντοπίζουν μια εσωτερική παρτιτούρα, η οποία διατρέχει το έργο, τηρείται κατά γράμμα και δημιουργεί μία νέα μουσικότητα. Ανάλογη προσέγγιση έχει και η κινησιολογία της παράστασης (Χρήστος Στρινόπουλος) που έχει στοιχεία μιας μοντερνιστικής κλοουνερί. Στην παράσταση, ο ήχος και η όψη συνδιαλέγονται διαρκώς, συγκρούονται και δημιουργούν μία παλλόμενη δραματική φόρμα, δημιουργώντας μια νέα στοχαστική θεατρική απλότητα και αμεσότητα.
Όπως λέει ο ίδιος ο Θωμάς Μοσχόπουλος: «Πρόκειται για ένα έργο που το θαυμαστό ισοζύγιο φόρμας και περιεχομένου το καθιστά ένα ρηξικέλευθο αριστούργημα τόσο άχρονο όσο και σύγχρονο, τόσο συγκεκριμένο όσο και αφηρημένο, τόσο σαφές όσο και αινιγματικό. Ίσως μόνο με τα αριστουργήματα του αρχαίου δράματος μπορεί να συγκριθεί. Είναι λες και πρόκειται για ένα σχεδόν μυστικιστικό «ιερό κείμενο» του σύγχρονου θεάτρου, ένα “ευαγγέλιο” που κάθε γενιά ανθρώπων που συνδέονται με το θέατρο έχει “καθήκον”, να καθρεφτιστεί σ’ αυτό και να αποπειραθεί μέσω των επανειλημμένων αναγνώσεων του να στοχαστεί και να αναζητήσει να οριστεί σε υπαρξιακό επίπεδο».