Manufracture
Πέτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 1985, 3΄
Ένα ήδη σύνθετο δίκτυο συνυφαίνεται με κινούμενα σωματίδια που προέρχονται από υλικό αρχείου και ανασυντάσσονται: τα γραμματικά στοιχεία «αριστερά, δεξιά, μπροστά και πίσω» από τον αφηγηματικό χώρο αποφορτίζονται από κάθε σημασιολογικό βάρος. Αυτό που μένει είναι ένα αυτοσυντηρούμενο σμήνος φευγαλέων διανυσμάτων, χαραγμένο με ίχνη των χειροκίνητων εργασιών που εκτυλίσσονται εντός του σκοτεινού θαλάμου. (Πίτερ Τσερκάσκι)
Peter Tscherkassky, Austria, 1985, 3΄
A tangled network is woven with particles of movement derived from found footage and compiled anew: the grammatical elements “to the left, to the right, back and forth” of narrative space are discharged of all semantic burden. What remains is a self-sufficient swarm of fleeting vectors, furrowed with traces of the manual processes of darkroom production. (Peter Tscherkassky)
Parallel Space: Inter-View
Πέτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 1992, 18΄
Αυτή η ταινία του Πέτερ Τσερκάσκι είναι ένα εντελώς μοναδικό αριστούργημα. Είναι ένα φιλμ για τη μνήμη, για τον τρόπο με τον οποίο οι εικόνες συνενώνονται, η προοπτική διαλύεται και η πραγματικότητα καταλύεται, ώσπου να επανασυναρμολογηθεί σε ένα τελείως καινούργιο πλαίσιο. Είναι μια ταινία από και για το φιλμ, το βίντεο, τον υπολογιστή, τους άντρες, τις γυναίκες, τα παιδιά, το σεξ, τη λαχτάρα και τη διαύγεια – νιώθεις άμεσα τι αφορά, χωρίς να το πολυσκεφτείς. Ό,τι και να γραφτεί σχετικά με αυτήν την ταινία δεν μπορεί παρά να αποτελέσει (στην καλύτερη περίπτωση) μια διανοητική προσέγγιση. Η εμπειρία αυτής της ταινίας είναι ασύγκριτη. (Όλαφ Μέλερ)
Peter Tscherkassky, Austria, 1992, 18΄
Parallel Space: Inter-View by Peter Tscherkassky is a thoroughly singular masterpiece. It is a film about memory, the way images coalesce, perspectives dissolve and events fall apart, only to be reassembled in an entirely new context. It is a film by and about film, video, computer, men, women, children, sex, longing and clarity – you feel what it is about directly, without thinking. Whatever is written in regard to this film can at best only provide an intellectual approximation; the experience of this film is incomparable. (Olaf Möller)
Happy-End
Πέτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 1996, 11΄
Μια ταινία φτιαγμένη από αρχειακό υλικό, με θέμα τις προφορικές τελετουργίες, τους εποχικούς εορτασμούς και ένα παντρεμένο ζευγάρι που φαίνεται να έχει αντιληφθεί ακριβώς πώς να εμπλουτίζει και να αναζωογονεί τη συνθήκη συντροφικότητας. Τους βλέπουμε να σερβίρουν ποτά, να κόβουν τούρτες, να κάνουν προπόσεις… (Μπερτ Ρέμπχαντλ). Ήθελα να χαρίσω στο ζευγάρι την προοπτική μιας αξιοπρεπούς αναγέννησης· έτσι, οργάνωσα το υλικό ώστε, χρονικά μιλώντας, το υλικό να παίζει από το τέλος προς την αρχή και οι πρωταγωνιστές να παραμένουν σταθερά σε μία κατάσταση ανανέωσης. (...) Το φινάλε σηματοδοτεί ο παθιασμένος χορός της γυναίκας, ο οποίος κορυφώνεται σε ένα παγωμένο καρέ με το πρόσωπό της να ακτινοβολεί τόσο με χαρά όσο και με πόνο. Ανάμεσα στα έγκνογκ και τις ζάχερτορτε, αναδύεται η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εντέλει, το Χάπι εντ είναι μια ιλαροτραγωδία. (Πίτερ Τσερκάσκι).
Peter Tscherkassky, Austria, 1996, 11΄
Α found footage film about oral rituals (…), about seasonal celebrations, and about a married couple, who quite obviously understand how to enrich and enliven companionship. We see a pair pouring drinks, cutting cakes, drinking toasts...(Bert Rebhandl). I wanted to bestow the couple a dignified resurrection and organized the footage so that, temporally speaking, the material runs in reverse and the players are steadily rejuvenated. (…) The finale is reached with the woman’s spirited dance that culminates in a freeze-frame, her face expressing an equal measure of joy and pain. Between egg-nog and Sachertorte, the vanity of human existence rears its head. Ultimately Happy-End is a tragicomedy. (Peter Tscherkassky)
Nachtstueck (Nocturne) (Mozart Minute 09)
Πέτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 2006, 1΄
Βυθιζόμαστε στη «Μικρή νυχτερινή μουσική» του Μότσαρτ, ώσπου σύντομα εγκαταλείπουμε την πεπατημένη του συμβατικού αναπαραστατικού σινεμά για να συναντήσουμε μερικά δευτερόλεπτα παθιασμένου αισθητηριακού κινηματογράφου – ένα δείγμα αυτού του σινεμά που θα ήθελα να αποκαλέσω «σωματικό». Η βασική τοποθέτηση: Ο κύριος Μότσαρτ θα το απολάμβανε. (Πίτερ Τσερκάσκι)
Peter Tscherkassky, Austria, 2006, 1΄
We glide into Mozart’s “Eine kleine Nachtmusik,” soon to abandon standardized paths of conventional representational film and encounter a few seconds of passionate sensorial film – an example of what I would like to call “physical cinema.” The thesis: Mister Mozart would have enjoyed it. (Peter Tscherkassky)
Coming Attractions
Πίτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 2010, 25΄
Οι Προσεχείς ατραξιόν και η δημιουργία των εικόνων του βασίστηκαν στην ιδέα πως το πρώιμο σινεμά και ο avant-garde κινηματογράφος συνδέονται με μια βαθιά, υπόγεια σχέση. Ο Τομ Γκάνινγκ ήταν από τους πρώτους μελετητές που περιέγραψε και διερεύνησε αυτή τη θεωρία με συστηματικότητα και μεθοδικότητα, στο περίφημο πολυδιαβασμένο κείμενό του «An Unseen Energy Swallows Space: The Space in Early Film and Its Relation to American Avant-Garde Film» (επιμ. John L. Fell, Film Before Griffith, Μπέρκλεϊ 1983).
Peter Tscherkassky, Austria, 2010, 25΄
Coming Attractions and the construction of its images are woven around the idea that there is a deep, underlying relationship between early cinema and avant-garde film. Tom Gunning was among the first to describe and investigate this notion in a systematic and methodical manner in his well-known and often quoted essay: "An Unseen Energy Swallows Space: The Space in Early Film and Its Relation to American Avant-Garde Film" (in John L. Fell [ed.], Film Before Griffith, Berkeley 1983).
The Exquisite Corpus
Πέτερ Τσερκάσκι, Αυστρία, 2015, 19΄
Με μια αίσθηση παραπλανητικής απλότητας, ο Πέτερ Τσερκάσκι ξεκινά το κινηματογραφικό του ταξίδι σε περιοχές της επιθυμίας που εντοπίζονται στο «ερωτικοποιημένο» σινεμά: ένα ζευγάρι χωρίς ρούχα, που ξεπήδησε από μια ταινία της δεκαετίας του ’60 για τον γυμνισμό, επιβιβάζεται σε ένα μικρό ιστιοπλοϊκό που αρμενίζει σε σκοτεινά νερά, παράλληλα σε μια βραχώδη ακτή, ώσπου φτάνει σε μια απομονωμένη παραλία όπου ξαπλώνει μια αιθέρια ύπαρξη. Περίπου τέσσερα λεπτά περνούν ώσπου να φτάσει ο Τσερκάσκι σε αυτό το σημείο, κι έπειτα από αυτό εξαπολύει το χαρακτηριστικό του στυλ. Εικόνες αρχίζουν να τρεμοπαίζουν, να αλληλο-παρεμβάλλονται και να εμφανίζονται σε διπλοτυπία, να εναλλάσσουν νευρικά το νεγκατίφ με το ποζιτίφ, και να διαχέονται μέσω της υπερέκθεσης, της υποέκθεσης και άλλων πολλαπλών εκθέσεων, του split screen και άλλων παραμορφωτικών εφέ. Ο τίτλος δεν αποτελεί απλώς αναφορά στο «εξαίσιο πτώμα» (τη γνωστή καλλιτεχνική μέθοδο των υπερρεαλιστών, γνωστή ως cadavre exquis), αλλά και φόρο τιμής στον γνωστό στην καθομιλουμένη γερμανικό όρο schöne Leiche, που σημαίνει «όμορφη κηδεία». Άλλωστε, τη σήμερον ημέρα, το φωτοχημικό σινεμά είναι για πολλούς αναχρονιστικό.
Peter Tscherkassky, Austria, 2015, 19΄
It is with deceptive simplicity that Peter Tscherkassky embarks on his filmic voyage to regions of desire found in sexualized cinema: A naked couple from a 1960s nudist film climbs aboard a small sailboat, gliding over darkly tinged waters alongside a rocky coastline before stumbling on an isolated beach where a sleeping beauty lays. It takes nearly four minutes to arrive at this juncture before Tscherkassky blows his fuses in characteristic style. Images begin to flicker and tremble, intermingling and superimposing, nervously shimmering between positive and negative, diving headlong into over-, under-, and multiple exposures, split screens, and distortion effects. The title of The Exquisite Corpus not only refers to the surrealist method of artmaking called cadavre exquis, but also tips its hat to the colloquial German term for a fine funeral or “schöne Leiche” – photochemical cinema is almost an anachronism in this day and age.