Ένας από τους σύγχρονους ολιγάρχες της Ρωσίας, που έγιναν μεγάλοι και τρανοί όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση αγοράζοντας για ένα κομμάτι ψωμί τις πρώην κρατικές βιομηχανικές υποδομές, αποφασίζει να κλείσει τη χαλυβουργία του, ανακοινώνοντας την πτώχευσή της. Βεβαια, το κλείσιμο του εργοστασίου μπορεί να συμφέρει τον ίδιο, αλλά όχι τους μεροκαματιάρηδες που αγωνίζονται να επιβιώσουν με το γλίσχρο μισθό τους. Όταν ναυαγούν οι προσπάθειές τους να εισπράξουν από τον επιχειρηματία τα δεδουλευμένα τους, οι εργάτες αποφασίζουν να αντιδράσουν δυναμικά, σχεδιάζοντας την απαγωγή του εργοδότη τους για να πάρουν τα λεφτά τους. Όμως, στο δυστοπικό εργασιακό περιβάλλον της σημερινής Ρωσίας, η διαφθορά των Αρχών , που διαπλέκονται με το ιδιωτικό Κεφάλαιο, είναι εκτεταμένη, κι έτσι οι απεργοί αντιμετωπίζουν τα οργισμένα όργανα της τάξης, που συντάσσονται, φυσικά, στο πλευρό του βιομήχανου.
Ο σκηνοθέτης, αν και στην ταινία μιλάει για την κατάσταση στην πατρίδα του, στην οποία, όπως έχει πει, τα τελευταία χρόνια κλείνει το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο, στην πραγματικότητα αναφέρεται στη διαχρονική σύγκρουση φτωχών – πλουσίων σε όλο τον κόσμο. Η κάμερά του καταγράφει με αδρά χρώματα αυτόν τον αγώνα των μη προνομιούχων, των «σύγχρονων σκλάβων», όχι μόνον για τα λεφτά, για τον βιοπορισμό τους, αλλά και για την αξιοπρέπειά τους. Όμως, ο Μπίκοφ φτάνει βαθύτερα από την ταξική διάσταση της πλοκής, εξορύσσοντας το δράμα, την τραγωδία, μέσα από τις ψυχές των ηρώων του.