Οι Γάλλοι έχουν το χάρισμα να φτιάχνουν χιουμοριστικές, σχεδόν αναρχικές ταινίες, πάνω σε ένα πολύ σοβαρό, σχεδόν τραγικό θέμα .
Αυτή τη φορά, τη σκυτάλη πήρε ο πολυτάλαντος Αλμπέρ Ντιποντέλ, με μια ταινία που είναι σχεδόν προσωπική του υπόθεση: υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία, ενώ υποδύεται έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες που πλαισιώνουν την ηρωίδα (Βιρζινί Εφιρά) . Η Εφιρά αποφασίζει να ακολουθήσει τα χνάρια του
γιου της, που είχε αναγκαστεί να δώσει για υιοθεσία όταν είχε μείνει έγκυος στην εφηβεία της . Η σαραντατριάχρονη κομμώτρια, θα βρει δυο εντελώς αναπάντεχους συνοδοιπόρους στην έρευνά της: δύο δημόσιους υπάλληλους, που υπηρετούν στην υπηρεσία όπου αρχικά προσφεύγει για να βρει βοήθεια στην αναζήτησή της. Ο ένας, ο Ντιποντέλ, είναι ένας υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ο οποίος, καθώς έχει μείνει πίσω στις προαγωγές του τμήματός του λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα του, γίνεται αυτοκαταστροφικός και επικίνδυνος για τους συναδέλφους του. Ο άλλος, είναι ένας τυφλός άντρας, ο οποίος εργάζεται στα
αρχεία της υπηρεσίας, καλύπτοντας στη συγκεκριμένη θέση την ποσόστωση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες που προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία.
Οι φιλμικές καταστάσεις που δημιουργούνται είναι σχεδόν σουρεαλιστικές, ενώ το χιούμορ της ταινίας έχει μια αναρχική, μαύρη ποιότητα, που θυμίζει τους Μόντι Πάιθονς – δεν είναι τυχάιο πως ο μέγας και τρανός Τέρι Γκίλιαμ, του κορυφάιου βρετανικού κωμικού σχήματος, κάνει ένα καμέο πέρασμα στην ταινία. Η ταινία άλλωστε
είναι αφιερωμένη στον Τέρι Τζόουνς των Μόντι Πάιθονς, με τον οποίο ο Ντιποντέλ συνεργάστηκε στο παρελθόν σε δύο ταινίες του.
Η ταινία ασκεί μια έμμεση, πλην δριμεία κριτική στον υλισμό, τον καταναλωτισμό και την απανθρωπιά της σύγχρονης γαλλικής, και όχι μόνο, κοινωνίας, που φαίνεται πως μπορεί να λειτουργήσει μόνο με την απίστευτη, κωμική και τραγική μαζί, γραφειοκρατία της.