Το 20.000 είδη μελισσών είναι υποψήφιο για 14 βραβεία Γκόγια (τα ισπανικά Όσκαρ), ανάμεσά τους για τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ερμηνείας.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο απέσπασε το Bραβείο Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας “Νύχτες Πρεμιέρας” «για την ανθρώπινη και συνάμα διεισδυτική ματιά σε ένα ευαίσθητο και δύσκολο θέμα, τις αληθινές και μετρημένες ερμηνείες όλου του καστ, και τέλος για τον αριστοτεχνικό και μοναδικό ρυθμό της ιστορίας».
Μπορεί το καλοκαίρι να βρίσκεται προ των πυλών, όμως ένα οκτάχρονο αγόρι που νοιώθει κορίτσι, προσπαθεί να κατανοήσει τις σεισμικές αλλαγές που συντελούνται στον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο. Η γλύπτρια μητέρα του στέκει ενθαρρυντικά στο πλευρό του παιδιού, ο περίγυρος του όμως αντιμετωπίζει την όλη συμπεριφορά του ως ένα παιδικό καπρίτσιο.
Βιώνοντας σύγχυση σε σχέση με το πώς το αντιμετωπίζουν οι άλλοι, όσο κι αν το αγαπούν, όπως η γιαγιά του, το παιδί, με γενναιότητα, θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του και να τον συστήσει από την αρχή στους άλλους.
Ταυτόχρονα, καθώς εξερευνά την ταυτότητα και το φύλο του, οι γυναίκες της οικογένειάς του στοχάζονται τη δική τους θηλυκότητα και τις δικές τους ματαιώσεις…
Τα καλοκαίρια, για τα παιδιά, έχουν από μόνα τους την απελευθερωτική αίσθηση ενός νέου ξεκινήματος, όμως η αποδοχή του φύλου της, δεν θα είναι εύκολη για τη μικρή ηρωϊδα… Ούτε για τους άλλους, ούτε για τον εαυτό της. Την εποχή του «ξεγυμνώματος» και των μαγιώ, όπου το σώμα εκτίθεται, η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο δύσκολο να καμουφλαριστεί. Και σε ένα χωριό όλοι σε φωνάζουν με το όνομά σου –τι γίνεται όμως όταν το όνομα αυτό πλέον δεν σε αντιπροσωπεύει;
Η κάμερα της Σολαγουρέν καταγράφει και την παραμικρή λεπτομέρεια των εκφράσεων της μικρής της ηρωίδας, όπως όταν το προσωπό της σκοτεινιάζει στην επιμονή της γιαγιάς να την αντιμετωπίζει ως τον αγαπημένο της εγγονό. Αλλά και όταν φωτίζεται καθώς η μελισσοκόμος ηλικιωμένη θεία της, την ακούει, χωρίς να την κρίνει ή να την διορθώνει, όταν μιλά για τον εαυτό της ως κορίτσι.
Η σκηνοθέτρια εμπνεύστηκε την ταινία όταν διάβασε για την αυτοκτονία ενός 16χρονου τρανς στην πατρίδα της, τη Χώρα των Βάσκων. Ωστόσο, στην ταινία της επέλεξε να εστιάσει σε μια ελπιδοφόρα συνθήκη. «Ήθελα να διηγηθώ μια φωτεινή ιστορία, όχι μία ιστορία όπου ένα παιδί υποφέρει, πεθαίνει ή είναι βάρος για τους δικούς του». Κι αυτό που αντιληφθηκε γρήγορα, μιλώντας με τις οικογένειες τρανς παιδιών ήταν πως «δεν άλλαζαν τα ίδια τα παιδιά, αλλά οι δικοί τους. Η ματιά των άλλων άλλαζε».
Με μια φρεσκάδα και μια ευπρόσδεκτη ελαφράδα και γλύκα στην αντιμετώπιση ενός σοβαρού και άκρως επίκαιρου θέματος, η ταινία δεν «βαραίνει» τον θεατή και εντυπώνεται στο νου του για πολύ καιρό μετά τους τίτλους τέλους…
Αυτό το γεμάτο τρυφερότητα ντεμπούτο, που θυμίζει ελαφρά το σινεμά των αδερφών Νταρντέν και του Κεν Λόουτς, με την καταπληκτική ερμηνεία της μικρής Σοφία Οτέρο, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης για το δικαίωμα καθενός ανθρώπου να ορίζει την ταυτότητά του και να αγαπιέται γι’ αυτό που πραγματικά είναι.